- καταπότι
- το (AM καταπότιον) [καταπότης]φάρμακο από ζυμωμένες στερεές ουσίες σε σχήμα σφαιριδίου που δίνεται για εσωτερική χρήση και λαμβάνεται με κατάποση, χάπι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπότι — το φαρμακευτικό σκεύασμα (δισκίο) που καταπίνεται με τη βοήθεια υγρού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταποτίου — κατά , ἀπό τίω pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) καταποτί̱ου , κατά , ἀπό τίω pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric ionic) κατά , ἀπό τίω imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) καταποτί̱ου , κατά , ἀπό τίω imperf ind mp 2nd sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταποτίων — κατά , ἀπό τίω pres part act masc nom sg (attic epic) καταποτί̱ων , κατά , ἀπό τίω pres part act masc nom sg (epic ionic) καταποτί̱ων , κατά , πρόσ ἰόω become imperf ind act 3rd pl (epic doric aeolic) καταποτί̱ων , κατά , πρόσ ἰόω become imperf… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπότιον — κατά , ἀπό τίω imperf ind act 3rd pl (attic epic) κατά , ἀπό τίω imperf ind act 1st sg (attic epic) καταπότῑον , κατά , ἀπό τίω imperf ind act 3rd pl (epic ionic) καταπότῑον , κατά , ἀπό τίω imperf ind act 1st sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάποτον — κατάποτον, τὸ (Α) 1. καταπότι, χάπι 2. στον πληθ. τὰ κατάποτα πράγματα που καταπίνονται. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ποτον (< ποτόν < ποτός < πίνω), πρβλ. ηδύ ποτον, φιλτρό ποτον] … Dictionary of Greek
κοκκίο — το (AM κοκκίον, Μ και κοκκίν) [κόκκος] πολύ μικρός κόκκος νεοελλ. συν. στον πληθ. βιολ. τα κοκκία μικροσκοπικά μόρια τής ζώσας ύλης που αποτελούν το πρωτόπλασμα τού κυττάρου μσν. 1. κουκί 2. μονάδα βάρους ή νομισματική μονάδα 3. κύβος, ζάρι αρχ.… … Dictionary of Greek
κόκκος — ο (AM κόκκος) 1. πολύ μικρού μεγέθους καρπός που συνήθως μαζί με άλλους αποτελεί τον κυρίως καρπό, όπως τού σιταριού, τής ροδιάς, τής παπαρούνας κ.ά. φυτών, σπυρί («τοσοῡτο πλῆθος γενέσθαι, ὅσοι ἐν τῇ ῥοιῇ κόκκοι», Ηροδ.) 2. μτφ. ελάχιστη… … Dictionary of Greek
νοσήλιος — α, ο (ΑΜ νοσήλιος, ία, ον) [νοσηλός] νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νοσήλια χρηματική δαπάνη που απαιτείται για τη νοσηλεία τών ασθενών μσν. αρχ. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε νόσο μσν. φρ. «νοσήλιον ψήγμα» καταπότι, χάπι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
πότημα — (I) ήματος, τὸ, Α το πέταγμα («ὑπέρ τε πόντον ἀπτέροις ποτήμασιν ἦλθον διώκουσ », Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποτ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τού πέτομαι* + κατάλ. ημα]. (II) ήματος, τὸ, ΝΜΑ καθετί που πίνεται, ποτό νεοελλ. υγρό φάρμακο… … Dictionary of Greek
καταστατό — καταστατό, το και καταστατός, ο 1. το αλεύρι. 2. το αλεύρι από ρύζι, και ειδικά αυτό που χρησιμοποιείται για κολλάρισμα των υφασμάτων. 3. το ρευστό κατακάθι ύστερα από βρασμό, το καταπότι: Καταστατό από κερόπιτα. 4. η πυτιά του γιαουρτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)